- ἀκαταγωνίστου
- ἀκαταγώνιστοςunconquerablemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неподвижьныи — (17) пр. 1.Неподвижный: свѣмѣ нозѣ въкѹпь сто˫аща имѹщемъ. ˫ако мощьно неподвижьны. УСт XII/XIII, 249 об.; и се ѥсть правило прч(с)тоты и чистости чюдесъноѥ. еже неподвижнѹ быти въ соньныхъ мечтаньи(х). (τὸ ἀκίνητον εἶναι) ПНЧ XIV, 35а; не лежати … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ειμαρμένη — Αρχαία ελληνική λέξη (ουσιαστικοποιημένη μετοχή του παθητικού παρακειμένου είμαρμαι, του ρήματος μείρομαι που σημαίνει μοιράζω), που σημαίνει τη μοίρα, το πεπρωμένο, το αναπότρεπτο. Οι στωικοί φιλόσοφοι τη θεωρούσαν ως υπέρτατο λόγο των πραγμάτων … Dictionary of Greek